αυτολήκυθος

αυτολήκυθος
αὐτολήκυθος, ο (Α)
1. αυτός που μεταφέρει μόνος του τη λήκυθο, που δεν έχει δούλο
2. συνεκδ. υπερβολικά φτωχός, άθλιος
3. κόλακας, παράσιτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αὐτολήκυθος — one who carries his own oil flask masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοληκύθοις — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοληκύθου — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοληκύθους — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοληκύθων — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτολήκυθοι — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”